πρόσπτωσις

πρόσπτωσις
πρόσπτωσις
falling
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσπτώσει — πρόσπτωσις falling fem nom/voc/acc dual (attic epic) προσπτώσεϊ , πρόσπτωσις falling fem dat sg (epic) πρόσπτωσις falling fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπτώσεις — πρόσπτωσις falling fem nom/voc pl (attic epic) πρόσπτωσις falling fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσπτωσιν — πρόσπτωσις falling fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσπτωση — η / πρόσπτωσις, ώσεως, ΝΑ [προσπίπτω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προσπίπτω, η πτώση πάνω σε κάτι 2. πρόσκρουση, σύγκρουση με κάτι ή πάνω σε κάτι νεοελλ. 1. φυσ. η άφιξη ενός κινούμενου σώματος ή, συνήθως, μιας δέσμης ηλεκτρομαγνητικής ή… …   Dictionary of Greek

  • προσπτώσεως — προσπτώσεω̆ς , πρόσπτωσις falling fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”